- λυσσιακό
- το1. μεγάλη λύσσα2. φρ. «λυσσιακό τόν έπιασε για μένα» — μέ καταδιώκει συνεχώς για να μέ εξοντώσει.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθ. λυσσιακός < λύσσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek